- ἔμβοθρος
- ἔμβοθρ-ος, ον,A like a pit or hole, sunken, Thphr.HP9.3.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμβοθρος — ἔμβοθρος, ον (Α) αυτός που έχει βόθρο, λάκκο … Dictionary of Greek
ἔμβοθρον — ἔμβοθρος like a pit masc/fem acc sg ἔμβοθρος like a pit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… … Dictionary of Greek